0
«Το νησί Τρίκερι αποτελεί έναν ακόμη βασικό ιστορικό κρίκο σε μια αλυσίδα τόπων φυλάκισης, που περιλάμβανε για τις περισσότερες απ' αυτές τις γυναίκες καταρχήν τον εγκλεισμό τους στις φυλακές Αβέρωφ, στη συνέχεια στις φυλακές της Χίου, ακολούθως τη μεταγωγή τους στο Τρίκερι. Στη συνέχεια, για ένα μεγάλο τμήμα αυτών των γυναικών, την εξορία τους στη Μακρόνησο, μετά στον Αη Στράτη ή για κάποιες απ' αυτές πάλι την επιστροφή στο Τρίκερι. Ατέλειωτα χρόνια εγκλεισμού, κακουχιών, χωρίς να γνωρίζουν αν οι δικοί τους ζούνε ή πεθάνανε, χωρίς να ξέρουν τι τις περιμένει την επαύριο. Κι όμως, αυτές οι γυναίκες δεν κακομοιριάσανε ούτε σταυρώσανε μοιρολατρικά τα χέρια. Την ασχήμια της φυλακής και της εξορίας τη μετέτρεψαν σε φωτεινό χώρο».
Με αφορμή την εκδήλωση στο Τρίκερι την Κυριακή 5 Ιούνη, με την οποία τιμά η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ «τις αλύγιστες της ταξικής πάλης», τις γυναίκες που εξορίστηκαν εκεί, ο «Ριζοσπάστης» παρουσιάζει σήμερα μαρτυρίες εξόριστων γυναικών στο Τρίκερι, που μας δίνουν συνοπτικά τις βάρβαρες συνθήκες του στρατοπέδου και το πώς οι ίδιες οργάνωναν τη ζωή τους για να αντιμετωπίσουν τη βαρβαρότητα του αντίπαλου. Οι μαρτυρίες είναι από τις Ναταλία Αποστολοπούλου, Νίτσα Γαβριηλίδου και Βικτωρία Θεοδώρου και αναδημοσιεύονται από φύλλα του «Ριζοσπάστη» 24 Απρίλη 1998 με τίτλους «Ο Προμηθέας» και «Τα μαθήματα», 26 Σεπτέμβρη 1997 με τίτλο «Κάτω από τις αμερικανικές σκηνές» και 27 Δεκέμβρη 1974 με τίτλο «Το χριστουγεννιάτικο δένδρο».
Ο Προμηθέας
Οταν θα παιζόταν η τραγωδία του Αισχύλου «Προμηθέας Δεσμώτης», που την είχαν διδάξει οι δυο συνεξόριστές μας Ρόζα Ιμβριώτη και Λίζα Κόττου, καθηγήτριες - φιλόλογοι, θυμάμαι, που ανησυχούσες, πώς θα ράψεις τις ενδυμασίες των Ωκεανίδων, χωρίς φιγουρίνι (σ.σ. αναφέρεται στην Ευαγγελία Φωτίου - Μπουμπού). Μα σε κάτι τέτοιες στιγμές μας έβγαζαν ξαστεροπρόσωπες η Λίλιαν και Μάχη Κοντοπούλου, ανοίγοντας το Larousse! Πρόσεχες τότε να κλείσεις μέσα σου την εικόνα και να παρακολουθείς την εξήγηση της Λίλιαν. Ετσι οι ποδήρεις χιτώνες ράφτηκαν τέλεια, «ενδυματολόγε» μου! Κι όπως βοηθούσε το φυσικό τοπίο, μας συνάρπασες: Ξαφνικά, σαν να αναδύθηκαν από το κύμα, πρόβαλαν από το βάθος οι 24 Ωκεανίδες. Ομορφες, λυγερές, αληθινά νερένια πλάσματα, γεμάτα χάρη κι ομορφιά, ανηφόριζαν την πλαγιά να φτάσουν τον απροσκύνητο κατάδικο! Οι πολύπτυχοι ποδήρεις χιτώνες τους σε μιαν απαλή απόχρωση του μπεζ, ροζ και σιέλ, ριπιδίζονταν στο φύσημα του ανέμου και φάνταζαν παραμυθένιοι...
Κι όταν αντιλάλησαν οι τρικεριώτικες λοφοπλαγιές από το λόγο του αρχαίου τραγικού, ζωντανεμένο με τη συγκλονιστική απαγγελία του Προμηθέα (Κική Διονυσοπούλου). Κείνη την ώρα - είδαμε μόνο τη γενική πρόβα, γιατί ο διοικητής απαγόρεψε την παράσταση, στη θέση του Προμηθέα - Δεσμώτη, ήτανε κάθε εξόριστη του Τρίκερι - η «θείτσα Κατίνα» (Κατίνα Μαμέλη), η αγαπημένη δασκάλα σου, μπήγει φωνή: «Μπου - μπου! Μπουμπού!» σα δε σε βλέπει κάτω από τη γέρικη ελιά, την «τάξη» σου. Α, όλα κι όλα, απουσίες απαγορεύονται για τη θείτσα Κατίνα!
Εξόριστες στο Τρίκερι μπροστά στις σκηνές
Τα μαθήματα
«Ποπό, ξεχάστηκα με τη δουλιά!» συνέρχεσαι. Και πετάς ψαλίδια, βελόνες, δαχτυλήθρες, αρπάζεις τετράδιο και μολύβι και τρέχεις στο φως της γνώσης! Αναγαλλιάζεις με την ευφορία που πλουτίστηκε ο νους, τη φετινή χρονιά. «Πλάτυνε ο κόσμος μου» μου ξομολογιόσουν. «Και τι δεν έμαθα. Ρήματα, με τις δυο φωνές τους, ουσιαστικά, επίθετα, αντωνυμίες, επιρρήματα. Εμαθα να γράφω εκθέσεις!». Η «θείτσα Κατίνα» είναι ενθουσιασμένη και με τις άλλες συμμαθήτριές μου και το διαλαλεί: «Ελάτε, βρε αγράμματοι, σκοταδιστές διώχτες μας, να δείτε τι θησαυρούς κρύβει μέσα του τούτος ο καταδιωγμένος λαός μας, που τον καταδικάζετε στον αναλφαβητισμό για να τον εκμεταλλεύεστε και να τον αποπροσανατολίζετε».
Οπως όλες οι εξόριστες, παρακολουθώ όλο το «Μορφωτικό πρόγραμμα του στρατοπέδου», όπως καταρτίστηκε από τη σοφή μας παιδαγωγό Ρόζα Ιμβριώτη και την εκπαιδευτική ομάδα - βοηθό και συνεργάτη της. Την παράνομη «λαϊκή Ακαδημία μας» που τη λέγαμε, με τα αξέχαστα μαθήματα της Γενικής Ιστορίας και Γεωγραφίας. Πόσες απορίες κι ερωτηματικά μας λύσανε αυτά τα μαθήματα - διαλέξεις!
Ητανε τότε, το 1950 - '52, στο Τρίκερι, που άνθισε το «κρυφό σχολειό» κι οι εξόριστες μεταμορφώθηκαν όλες σε μαθήτριες, νέες, ώριμες, ηλικιωμένες. Οσο για τις γερόντισσες... Αυτές πια δίνανε, καθημερινά, ραντεβού με την αλφαβήτα! Τότε, κι η κυρά Σοφία, η Κωστοπαναγιώταινα, με τα γράμματά της προς τον εξόριστο, μια ζωή, σύντροφό της μπάρμπα - Κώστα, του διόρθωνε την... ορθογραφία πάνω απ' το Αιγαίο.
Κάτω από τις αμερικανικές σκηνές
Τον Απρίλη του 1949 είχαμε φτάσει τις πέντε χιλιάδες γυναίκες στο Τρίκερι. Πριν από μας υπήρχαν οι άντρες κρατούμενοι και μας εγκατέστησαν στις δικές τους σκηνές όταν μας έφεραν από τη Χίο. Τις ανταρτοοικογένειες κρατούμενες τις είχαν στο μοναστήρι, χωρίς να μας επιτρέπουν να επικοινωνούμε μεταξύ μας.
Τα προοίμια για τον πηγεμό μας αργότερα στο Μακρονήσι, είχαν αρχίσει με αγγαρείες και καψώνια. Καμιά μας δε θα ξεχάσει τα Χριστούγεννα του 1949, όταν μας βάλανε να στήσουμε μόνες μας μέσα στο βαρύ χειμώνα, κοντά στο μοναστήρι τις μεγάλες αμερικανικές σκηνές, για να μας ρίξουν μέσα ανά σαράντα άτομα, στην κάθε μια. Μας πήραν και τα ράντζα, υποχρεώνοντάς μας να κοιμηθούμε κατάχαμα πάνω στο βρεγμένο χώμα... Δίπλα από τις σκηνές είχαν ετοιμάσει με σύρματα ένα υπαίθριο κρατητήριο, για όσες ήθελαν να διαμαρτυρηθούν.
Εδώ στο Τρίκερι μας επισκέφθηκαν πολλοί κυβερνητικοί παράγοντες, ανάμεσά τους κι ο πρώην πρόεδρος της Βουλής Τσαλδάρης και οι διοικητές: της Αστυνομίας Ρακιτζής και του Στρατηγείου της Λάρισας Πετζόπουλος. Επίσης, άνθρωποι της Εκκλησίας και όλοι μαζί μας πίεζαν με διάφορα ψυχολογικά μέσα και ομιλίες, να μας «σπάσουν» και να μας πάρουνε τη δήλωση μετανοίας. Σκοπός τους ήταν να μην μεταφέρουν τόσες πολλές γυναίκες στη Μακρόνησο.
Στο τέλος απομείναμε 1.200 γυναίκες κι όταν δόθηκε η εντολή της μεταφοράς μας στη Μακρόνησο, μας διέταξαν να ξηλώσουμε όλο το στρατόπεδο και το υλικό του να το μεταφέρουμε μόνες μας, αβοήθητες στο αρματαγωγό. Μεταφέραμε ένα ασήκωτο κλίβανο από τα πηγάδια και τον κατεβάσαμε κάτω στο χωριό, μεταφέραμε την κουζίνα με τα βαριά καζάνια, τις άρρωστες με τα φορεία, τα ράντζα μας και τα πράγματά μας, για να μπούμε ξεψυχισμένες από την κούραση και το κρύο, στο αρματαγωγό που θα μας πήγαινε Μακρονήσι. Στον τόπο αυτό του μαρτυρίου που μας περίμεναν τα απάνθρωπα βασανιστήρια που είχαν υποστεί οι άνδρες.
Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο
Στην αυλή του μοναστηριού που ήτανε τώρα η φυλακή μας υψώνονταν ένα κυπαρίσσι. Τα κλαδιά του ήταν απλωτά και έμοιαζε με έλατο. Οταν έβρεχε συγκρατούσαν τις στάλες που χύνονταν αργά από τα πράσινα δάχτυλά του. Ετσι από κάτω έμενε πάντα η γη στεγνή σαν ένα καλοκαιριάτικο αλώνι όπου εχωρούσαμε πάνω από εκατό γυναίκες. Εκεί μας μοιράζανε το ψωμί και τα γράμματα.
Μια σκηνάρχισα ανέβαινε στο κάτασπρο πεζούλι κρατώντας σφιχτά στο στήθος της τα φάκελλα, φώναζε τα ονόματα κι από κάτω το πλήθος περίμενε με λαχτάρα.
Ποτέ δε μας έβρεξε το κυπαρίσσι. Και στις πιο μεγάλες μπόρες «το αλώνι» έμενε κατάστεγνο. Οι άνεμοι της θάλασσας δεν το έπιαναν και το χιόνι του έδινε άφθαστη μεγαλοπρέπεια. Το Δεκέμβρη, όπως ήταν στολισμένο με βρεγμένα κυπαρισσόμηλα και χιόνι, για την ομορφιά του και τα δώρα του, το είπαμε χριστουγεννιάτικο δέντρο. Βαρύς που ήταν εκείνος ο χειμώνας... Μας ξεδιαλέξανε και μας κατεβάσανε στους παραθαλάσσιους καταυλισμούς, απαγορεύονταν πια να πάμε στο μοναστήρι και να μοιράσουμε «δώρα» κάτω από το δέντρο. Το καΐκι έπαψε να φέρνει γράμματα. Ψιθυρίζονταν φοβερές ειδήσεις για πείνα, για βασανιστήρια και μεταγωγή. Κάθε τόσο φτάνανε πολεμικά πλοία με στρατό και στρατηγούς. Είμαστε τρεις χιλιάδες γυναίκες γερόντισσες και μωρά. Αλλες περιμένανε ακόμα και το θάνατο αποφασιστικά, άλλες παίρνανε τα πράγματα όπως έρθουν κι όσο βαστάξουν, πολλές τρέχανε να γλυτώσουν με μιαν υπογραφή. Ο στρατός μάς σήκωνε χαράματα για το προσκλητήριο. Σε εξάδες ανεβαίναμε προς το μοναστήρι κι από πίσω οι φρουροί μας χτυπούσαν και μας έβριζαν. Ξέραμε τι μας περίμενε εκεί πάνω. Μα επειδή η παγωνιά ήταν αβάσταχτη για όλους κι ήταν παραμονές Χριστουγέννων λέγαμε μέσα μας μ' ελπίδα: Μπορεί να σταματήσουν οι αγγαρείες. Μπορεί να μας μοιράσουν λίγο πετρέλαιο και γράμματα μπορεί να μας δώσουν. Τίποτα απ' όλα αυτά. Ηταν πιο αγριεμένοι σήμερα. Διατάξανε να βγάλωμε τα παλτά μας, άνοιξαν το ραδιόφωνο σ' ένα γοργό εμβατήριο και μας ανάγκασαν με φοβέρες να τρέχωμε ολόγυρα από το «δέντρο». Κτυπούσανε όσες δεν μπορούσαν να τρέξουν. Κλωτσούσανε όσες πέφτανε χάμω. Χαχάνιζαν κοιτώντας τα πόδια μας και το στήθος μας, διασκέδαζαν με την ταπείνωσή μας.
Αναψαν μπροστά μας πελώρια φωτιά με τα γράμματα των δικών μας έξω από τα μαγειρεία, γιατί λέει δεν μπορούσαν να λογοκρίνουν.

Το αλώνι μούσκεψε και γιόμισε λάσπη και το κυπαρίσσι ήτανε σύννεφο καταιγίδας. Υστερα από πολλήν ώρα κουράστηκαν κι αυτοί και μας σταμάτησαν μ' ένα άγριο αλτ. Πέσαμε πάνω στα πεζούλια να πάρωμε ανάσα. Δεν ξέραμε που βρισκόμαστε, και το γιατί. Κι όμως ήταν Χριστούγεννα. Τα πικρά Χριστούγεννα του 1949.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top